- καλοβολεύω
- βολεύω, τακτοποιώ κάτι καλά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλοβολεύω — καλοβόλεψα, καλοβολεύτηκα, καλοβολεμένος, τακτοποιώ κάτι καλά, το βολεύω καλά: Τον καλοβόλεψε το γιο του μ αυτή την παντρειά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)